αμφιλοξος

αμφιλοξος
    ἀμφίλοξος
    ἀμφί-λοξος
    2
    досл. косящий в обе или разные стороны, перен. двусмысленный
    

(ἀμφίλοξα μαντεύεσθαι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμφιλοξος" в других словарях:

  • ἀμφίλοξον — ἀμφίλοξος slanting both ways masc/fem acc sg ἀμφίλοξος slanting both ways neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίλοξα — ἀμφίλοξος slanting both ways neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»